ἀποτρεπτικά

ἀποτρεπτικά
ἀποτρεπτικός
fit for dissuading from
neut nom/voc/acc pl
ἀποτρεπτικά̱ , ἀποτρεπτικός
fit for dissuading from
fem nom/voc/acc dual
ἀποτρεπτικά̱ , ἀποτρεπτικός
fit for dissuading from
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀποτρεπτικάς — ἀποτρεπτικά̱ς , ἀποτρεπτικός fit for dissuading from fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • εξαποδώ(ς) — και οξαποδώ(ς), ο (αποτρεπτικά κατ ευφημισμό και πάντ. με άρθρο) διάβολος, σατανάς, αυτός που είναι έξω από εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση έξω από δω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”